Αναβιώνει η αρχαία ποικιλία του δίκοκκου σιταριού, γνωστού και ως ζέα, κερδίζοντας διαρκώς έδαφος στην ελληνική γη.
Το δίκοκκο σιτάρι δεν χρειάζεται λιπάσματα και φυτοφάρμακα, είναι άριστη τροφή και η μεταποίηση του δίνει υψηλής διατροφικής αξίας προϊόντα. Ηδη άλλωστε, τα περισσότερα αρτοποιεία της χώρας φτιάχνουν ψωμί από αλεύρι ζέας. Παρέχει τη δυνατότητα διατήρησης σπόρων για την επόμενη καλλιεργητική περίοδο, προσαρμόζεται εύκολα σε άγονα εδάφη και η καλλιέργεια του είναι εφικτή ακόμη και σε πετρώδη εδάφη έως και 1.500 μ. υψόμετρο. Λυσίνη, κυταρρίνη, μαγνήσιο και πολλά άλλα ιχνοστοιχεία και ένζυμα το κατατάσσουν δικαίως σε υψηλής διατροφικής αξίας προϊόν.
Είναι ένα σιτάρι που χαρακτηρίζεται από σπόρους που έχουν προσκολλημένα τα λέπυρα του στάχυ επάνω τους. Για πολλούς αιώνες οι Ρωμαίοι, χρησιμοποιούσαν αυτόν μόνο τον τύπο σιταριού.
Στην Ιταλία η καλλιέργεια του τα τελευταία χρόνια είναι σε πλήρη ανάπτυξη. Στην περιοχή της Τοσκάνης, καλλιεργείται σαν ένα προιόν ΠΟΠ. Στην Ιταλία καλλιεργούνται περίπου 15.000 στρέμματα, στην Τουρκία περισσότερα από 100.000 στρέμματα, στο Βέλγιο 100.000 στρέμματα.
Παραγωγή ζυμαρικών, μπισκότων και μπίρας
Σημαντική επίσης είναι η περιεκτικότητα του σε βιταμίνες, κυρίως της ομάδας Β και σε σάκχαρα βραδείας διάσπασης. Επίσης περιέχει προβιταμίνη Α που ενεργεί στην καλή όραση και στην πρόληψη της ξηροδερμίας. Ακόμη περιέχει βιταμίνη Ε που είναι ένα ισχυρό αντιοξειδωτικό.
Λόγω της μεγάλης του περιεκτικότητας σε φυτικές ίνες και σε σύνθετες ουσίες αμινοξέων, με την κατανάλωσή του από τον άνθρωπο μειώνεται η χοληστερίνη στο αίμα.
Τα αμινοξέα
Πρόκειται για ένα δημητριακό που μπορεί να αξιοποιήσει εγκαταλελειμμένες ορεινές και ημιορεινές περιοχές με ελάχιστο κόστος παραγωγής, προσφέροντας ένα ικανοποιητικό συμπλήρωμα στο οικογενειακό εισόδημα.
Το δίκοκκο σιτάρι δεν χρειάζεται λιπάσματα και φυτοφάρμακα, είναι άριστη τροφή και η μεταποίηση του δίνει υψηλής διατροφικής αξίας προϊόντα. Ηδη άλλωστε, τα περισσότερα αρτοποιεία της χώρας φτιάχνουν ψωμί από αλεύρι ζέας. Παρέχει τη δυνατότητα διατήρησης σπόρων για την επόμενη καλλιεργητική περίοδο, προσαρμόζεται εύκολα σε άγονα εδάφη και η καλλιέργεια του είναι εφικτή ακόμη και σε πετρώδη εδάφη έως και 1.500 μ. υψόμετρο. Λυσίνη, κυταρρίνη, μαγνήσιο και πολλά άλλα ιχνοστοιχεία και ένζυμα το κατατάσσουν δικαίως σε υψηλής διατροφικής αξίας προϊόν.
Το είδος αυτό του σιταριού -όπως αναφέρει στις «Επαγγελματικές Ευκαιρίες» ο γεωπόνος Κάσσανδρος Γάτσιος- είναι πολύ παλιό είδος, συγκομίζονταν και χρησιμοποιούνταν από τους ανθρώπους πριν από την έναρξη της γεωργίας. Εχουν υπάρξει αποδείξεις μετά από αρχαιολογικές ανασκαφές από περιοχές στα νότια της Νεκρής Θάλασσας, ότι εδώ και 17.000 χρόνια το είδος αυτό του σιταριού χρησιμοποιούνταν στην διατροφή των ανθρώπων. Αρχισε να καλλιεργείται από το 7500 π.Χ. στη Συρία, την Ιεριχώ και τη Μεσοποταμία. Επίσης αποτελεί ένα από τα παλαιότερα φυτά που καλλιεργήθηκαν στα Βαλκάνια και την Αρχαία Ελλάδα πριν από 6.000 χρόνια π.Χ.
Στην αρχαιότητα χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή ενός χυλού που γινόταν με αλεσμένο καρπό και νερό ή γάλα αλλά και για την παραγωγή ενός είδους μπίρας.
Είναι ένα σιτάρι που χαρακτηρίζεται από σπόρους που έχουν προσκολλημένα τα λέπυρα του στάχυ επάνω τους. Για πολλούς αιώνες οι Ρωμαίοι, χρησιμοποιούσαν αυτόν μόνο τον τύπο σιταριού.
Τα τελευταία χρόνια άρχισε να καλλιεργείται πάλι το δίκοκκο σιτάρι λόγω των πολύτιμων ιδιοτήτων που έχει. Στην Μέση Ανατολή παρασκευάζουν το «μπουλγκούρ» που είναι ένα είδος πλιγούρι. Στην Αιθιοπία το καταναλώνουν σε μορφή χυλού που γίνεται με γάλα ή νερό. Το σιτάρι αυτό καλλιεργείται σήμερα στις χώρες γύρω από τον Καύκασο, αλλά και στην Ισπανία, την Ελβετία, την πρώην Γιουγκοσλαβία, την Αυστρία, την Γερμανία. Επίσης καλλιεργείται σε μικρή έκταση στο Μαρόκο, το Ιράκ, τις Ινδίες και στις ΗΠΑ, ενώ στην Αιθιοπία αποτελεί το 7% της καλλιεργημένης έκτασης με σιτάρι.
Στην Ιταλία η καλλιέργεια του τα τελευταία χρόνια είναι σε πλήρη ανάπτυξη. Στην περιοχή της Τοσκάνης, καλλιεργείται σαν ένα προιόν ΠΟΠ. Στην Ιταλία καλλιεργούνται περίπου 15.000 στρέμματα, στην Τουρκία περισσότερα από 100.000 στρέμματα, στο Βέλγιο 100.000 στρέμματα.
Στην Ελλάδα, το δίκοκκο σιτάρι καλλιεργείται σε πεδινές αλλά και σε ορεινές ή ημιορεινές περιοχές και μέχρι υψόμετρο 1.500 μέτρα. Η καλλιέργεια του είναι σημαντική επειδή δίνει καλές παραγωγές ακόμη και σε άγονα, ξηρικά και φτωχά εδάφη, σε αντίθεση με τα γυμνόσπερμα σιτάρια που σήμερα καλλιεργούνται, αλλά και επειδή είναι ανθεκτικό σε πολλές μυκητολογικές ασθένειες όπως είναι η σκωρίαση ειδικά σε υγρές περιοχές. Για τον λόγο αυτό μπορεί πολύ εύκολα να καλλιεργηθεί σαν βιολογικό.
Με μέση στρεμματική απόδοση 250 κιλά και τιμή 1,5 ευρώ το κιλό, το δίκοκκο σιτάρι προσφέρει κέρδος της τάξης των 300 ευρώ ανά στρέμμα.
Η καλλιέργεια του δίκοκκου σίτου γίνεται όπως γίνεται και στα άλλα σιτηρά. Η προετοιμασία του χωραφιού γίνεται το φθινόπωρο με ένα όργωμα στην συνέχεια γίνεται λίπανση με κοπριά ή γίνεται η σπορά του φυτού που χρησιμοποιείται σαν χλωρή λίπανση. Η σπορά πρέπει να γίνεται στα τέλη του φθινοπώρου, επειδή το σιτάρι αυτό έχει ανάγκη από μία ορισμένη δόση χειμερινού ψύχους (σύνολο ωρών κάτω από τους +7ο C) ώστε να αρθεί ο λήθαργος και να ανοίξουν τα άνθη.
Σύμφωνα με τον γεωπόνο Κάσσανδρο Γάτσιο, η σπορά του γίνεται με σπόρο δίκοκκου σιταριού, που συνήθως είναι σπόρος που έχει κρατήσει ο ίδιος ο παραγωγός από την καλλιέργεια του προηγούμενου έτους και έτσι δεν έχει εξάρτηση από τις εταιρείες παραγωγής σπόρων ή λιπασμάτων. Η σπορά γίνεται συνήθως με μία ποσότητα 12- 15 κιλών σπόρου το στρέμμα με την συνηθισμένη σπαρτική μηχανή σιτηρών δηλαδή την μηχανή που σπέρνεται το κοινό σιτάρι.
Επειδή το φυτό αυτό, έχει την τάση, από την βάση του να δημιουργεί πολλούς βλαστούς, πολύ γρήγορα γεμίζει ολόκληρη την επιφάνεια του χωραφιού με αποτέλεσμα να εμποδίζει την ανάπτυξη ζιζανίων και να μη χρειάζεται ζιζανιοκτονία, επειδή το σιτάρι αυτό καταπνίγει τα αγριόχορτα και δεν τα αφήνει να αναπτυχθούν.
Δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται αζωτούχα λιπάσματα στην καλλιέργεια του, επειδή τα φυτά λόγω της μεγάλης πυκνότητας που έχουν στο χωράφι, αποκτούν μεγάλο ύψος με αποτέλεσμα να «πλαγιάζουν» εύκολα. Το «πλάγιασμα» είναι βασικό μειονέκτημα στην καλλιέργεια των σιτηρών επειδή μειώνεται η παραγωγή. Η λίπανση πρέπει να γίνεται με καλά χωνεμένη κοπριά ζώων (αιγοπροβάτων κ.ά.). Καλή τεχνική αποτελεί επίσης η χλωρή λίπανση που πρέπει να γίνεται πριν από την σπορά. Συνήθως σπέρνονται ψυχανθή τα οποία τα ενσωματώνουν πριν από την σπορά του σιταριού.
Χαρακτηριστικό επίσης σημαντικό αυτού του φυτού είναι ότι το καλάμι του είναι πιο χοντρό από το καλάμι του κοινού σίτου, με αποτέλεσμα να μη πλαγιάζει εύκολα.
Η συγκομιδή γίνεται με τον ίδιο τρόπο όπως στα άλλα σιτηρά, δηλαδή με θεριζοαλωνιστικές μηχανές. Οι αποδόσεις ποικίλλουν ανάλογα με τις εδαφοκλιματικές συνθήκες, αλλά και από τις καλλιεργητικές φροντίδες. Το δίκοκκο σιτάρι έχει μία μέση απόδοση 250 κιλά το στρέμμα.
Το μεγάλο του πρόβλημα είναι ότι παρουσιάζει δυσκολίες στον αποχωρισμό των σπόρων από τα λέπυρα τους. Ο διαχωρισμός αυτός γίνεται με ειδικά μηχανήματα. Το αλεύρι που δίνει το δίκοκκο σιτάρι έχει χρώμα πολύ λευκό επειδή είναι πλούσιο σε άμυλο.
Επειδή ο σπόρος του είναι επενδεδυμένος με τα λέπυρα, μπορεί να διατηρηθεί καλύτερα στην αποθήκη σε σχέση με τα άλλα σιτάρια, ακριβώς επειδή τα λέπυρα αποτελούν εμπόδιο στην προσβολή των σπόρων του από διάφορους εχθρούς.
Παραγωγή ζυμαρικών, μπισκότων και μπίρας
Το δίκοκκο σιτάρι χρησιμοποιείται για τη διατροφή του ανθρώπου, αλλά χρησιμοποιείται και σαν ζωοτροφή. Χρησιμοποιείται για παραγωγή ψωμιού, ενώ από το αλεύρι του γίνονται ζυμαρικά, μπισκότα και άλλα αρτοσκευάσματα. Το είδος αυτό του σίτου δεν έχει αλλεργιογόνες ιδιότητες που έχουν άλλα είδη σίτου, επειδή δεν περιέχει τα γονίδια που προκαλούν αλλεργίες. Αν και περιέχει γλουτένη, αυτή είναι σε μικρή ποσότητα και είναι ελάχιστα αλλεργιογόνος και πολύ εύπεπτη. Η γλουτένη αυτή γίνεται ανεκτή από τα άτομα που έχουν πρόβλημα με την αλλεργία που προκαλείται από την γλουτένη επειδή το δίκοκκο σιτάρι περιέχει μία ουσία, τη «ροδανίνη», που αποτελεί έναν παράγοντα ενίσχυσης του ανοσοποιητικού συστήματος. Επίσης περιέχει μεγάλες ποσότητες ανόργανων στοιχείων και κυρίως μαγνησίου, περιέχει 10-20 φορές περισσότερο μαγνήσιο από το κοινό σιτάρι. Η ιδιότητα αυτή του δίνει την δυνατότητα να είναι ένα τρόφιμο που θεωρείται ότι έχει αντικαταθλιπτικά αποτελέσματα.
Σημαντική επίσης είναι η περιεκτικότητα του σε βιταμίνες, κυρίως της ομάδας Β και σε σάκχαρα βραδείας διάσπασης. Επίσης περιέχει προβιταμίνη Α που ενεργεί στην καλή όραση και στην πρόληψη της ξηροδερμίας. Ακόμη περιέχει βιταμίνη Ε που είναι ένα ισχυρό αντιοξειδωτικό.
Λόγω της μεγάλης του περιεκτικότητας σε φυτικές ίνες και σε σύνθετες ουσίες αμινοξέων, με την κατανάλωσή του από τον άνθρωπο μειώνεται η χοληστερίνη στο αίμα.
Επίσης το σιτάρι αυτό ευνοεί την καλή κυκλοφορία του αίματος. Λόγω του ότι ο δείκτης γλυκαιμίας του είναι 40, το σιτηρό αυτό ρυθμίζει τη γλυκαιμία του αίματος και για τον λόγο αυτό συνιστάται στη διατροφή των διαβητικών.
Είναι πολύ πλούσιο σε πρωτεΐνες που φθάνει στο 13-20% σε αντίθεση με το κοινό σιτάρι που έχει 11-12%.
Τα αμινοξέα
Οι πρωτεΐνες που περιέχει αποτελούνται από το σύνολο των απαραίτητων αμινοξέων ενώ το κοινό σιτάρι δεν περιέχει την λυσίνη. Η λυσίνη και τα άλλα απαραίτητα αμινοξέα του (τρυπτοφάνη, μεθειονίνη, θεονίνη, βαλίνη, λευκίνη, ισολευκίνη, φαινυλαλανίνη) βρίσκονται κυρίως στα πίτυρα.
Το δίκοκκο σιτάρι περιέχει δύο φορές περισσότερα λιπίδια από το κοινό σιτάρι και μάλιστα περιέχει πολυακόρεστα λιπαρά οξέα που συγκρίνονται με αυτά που περιέχει το ελαιόλαδο.
Το δίκοκκο σιτάρι στη Βαυαρία χρησιμοποιείται επίσης για την παραγωγή μιας πολύ γνωστής μπίρας.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου