Φλέβα «επιδοτήσεων» κρύβουν τα όσπρια, παρέχοντας παράλληλα εγγυημένα κέρδη σε όσους ασχοληθούν με την καλλιέργεια, καθώς η Ελλάδα είναι τραγικά ελλειμματική στην παραγωγή τους και οι ανάγκες της χώρας καλύπτονται κυρίως με εισαγωγές.
Το μεγάλο βέβαια πλεονέκτημα για τα όσπρια είναι πως πέραν του γεγονότος ότι έχουν ήδη κερδίσει μια θέση ανάμεσα στις καλλιέργειες που θα λάβουν συνδεδεμένη ενίσχυση από την Ε.Ε. κατά την επόμενη προγραμματική περίοδο 2014-2020, η νέα ΚΑΠ θα παρέχει τη δυνατότητα για χορήγηση επιδότησης ενός επιπλέον ποσοστού 2% σε όσους παράγουν πρωτεϊνούχα φυτά, όπως τα ψυχανθή (φακές, ρεβίθια, φασόλια, κουκιά, κ.ά.).
Η φακή αναπτύσσεται ως βιολογική καλλιέργεια σχεδόν σε όλα τα είδη των εδαφών, αρκεί να έχουν καλή στράγγιση. Η μέση παραγωγή είναι 120 κιλά το στρέμμα, ενώ η τιμή κυμαίνεται γύρω στα 3 ευρώ το κιλό
Η φακή αναπτύσσεται ως βιολογική καλλιέργεια σχεδόν σε όλα τα είδη των εδαφών, αρκεί να έχουν καλή στράγγιση. Η μέση παραγωγή είναι 120 κιλά το στρέμμα, ενώ η τιμή κυμαίνεται γύρω στα 3 ευρώ το κιλό
Η «λίστα» με τις δυνατότητες επιδότησης δεν τελειώνει όμως εδώ... Η καλλιέργεια των βιολογικών οσπρίων τυγχάνει πενταετούς επιδότησης, ενώ στο πλαίσιο του μέτρου για τις γεωργοπεριβαλλοντικές ενισχύσεις προβλέπονται ενισχύσεις για τις καλλιέργειες φασολιών, ρεβυθιών και φακής. Επίσης, ενισχύεται η καλλιέργεια, διατήρηση και αναπαραγωγή επιλέξιμων τοπικών ποικιλιών οσπρίων (φακής, φασολιών, φάβας), ενώ στο πλαίσιο προγράμματος για τη στήριξη των μικρών νησιών του Αιγαίου Πελάγους ενισχύονται οι παραγωγοί φασολιών σε όλα τα νησιά του Αιγαίου και βρώσιμου λαθουριού (φάβας) στα νησιά Θήρα και Θηρασιάς.
Προϊόντα όπως τα φασόλια, οι φακές, τα ρεβίθια φαντάζουν ως ευκαιρίες για εκείνους που θέλουν να ασχοληθούν με την καλλιέργειά τους και αυτό γιατί η Ελλάδα είναι απίστευτα ελλειμματική σε παραγωγή. Παρόλο που τα εδάφη της χώρας είναι τα πλέον κατάλληλα για να ευδοκιμήσουν τα όσπρια, εντούτοις πάνω από το 60% των οσπρίων είναι ξένης προέλευσης.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η φακή, όπου οι ποσότητες που παράγονται στην Ελλάδα είναι ελάχιστες σε σχέση με το ύψος της κατανάλωσής της, με αποτέλεσμα ένα ποσοστό μεγαλύτερο του 95% των αναγκών μας να καλύπτεται με εισαγωγές από άλλες χώρες, όπως είναι η Τουρκία, οι ΗΠΑ και ο Καναδάς
Κέρδη και γενναίες ενισχύσεις για τα όσπρια
Εξάλλου και η Ευρώπη συνολικά είναι ελλειμματική στην παραγωγή οσπρίων, κάτι που σημαίνει ότι μπορούν να αποτελέσουν και ένα προϊόν με εξαγωγικό προσανατολισμό.
Το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων προωθεί Ελληνικές ποικιλίες οσπρίων και κτηνοτροφικών φυτών για πρώτη φορά με στόχο τη μείωση της εξάρτησης της χώρας από τις εισαγωγές του είδους.
Ο αρμόδιος υπουργός κ. Αθανάσιος Τσαυτάρης, έχει υπογράψει μία σχετική απόφαση σχετικά με τον καθορισμό, των προωθούμενων για καλλιέργεια στη χώρα ελληνικών ποικιλιών οσπρίων.
Σκοπός της απόφασης είναι ο καθορισμός των ελληνικών ποικιλιών ψυχανθών, όπως
κουκιά, ρεβίθια, σόγια, μπιζέλια, μηδική κ.λπ., που μπορούν να χρησιμοποιηθούν προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες της χώρας σε όσπρια, αλλά και κτηνοτροφικά φυτά.
Η απόφαση παρέχει τη δυνατότητα:
α) παραγωγής και αξιοποίησης πιστοποιημένου σπόρου από ελληνικές εταιρείες σποροπαραγωγής και ερευνητικά ιδρύματα.
β) χρήσης αυτού του υλικού σε προγράμματα προώθησης στο πλαίσιο της νέας ΚΑΠ.
Οι ελληνικές, βελτιωμένες, παραδοσιακές ποικιλίες είναι προσαρμοσμένες σε ευρύ φάσμα εδαφοκλιματικών συνθηκών και η καλλιέργειά τους απαιτεί λιγότερες εισροές, όπως νερό ή λιπάσματα. Επομένως, θα μειωθεί και το κόστος παραγωγής. Καλλιεργώντας παραδοσιακές ποικιλίες ψυχανθών, θα υπάρχει η δυνατότητα να αξιοποιηθούν καλύτερα ξερικά χωράφια, λιγότερο γόνιμα σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές, αλλά και αρδευόμενα χωράφια.
Επιπλέον, θα μπορούν να συμπεριληφθούν και ελληνικές ποικιλίες σε επιδοτούμενα αγροπεριβαλλοντικά προγράμματα με στόχο τη μείωση της χρήσης λιπασμάτων.
Μεγάλες δυνατότητες ανάπτυξης
Σημαντικά τα πλεονεκτήματα
Τα όσπρια έχουν μεγάλες δυνατότητες να αναπτυχθούν στη χώρα μας αν οι αγρότες εκμεταλλευτούν τις ευκαιρίες και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που έχουν αυτές οι καλλιέργειες.
Τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας μας για την καλλιέργεια των οσπρίων είναι:
Υπάρχουν πολύ καλές ελληνικές ποικιλίες οσπρίων που δίνουν εκλεκτής ποιότητας όσπρια, που έχουν και μεγάλη προσαρμοστικότητα στις ελληνικές εδαφοκλιματικές συνθήκες.
Η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι ελλειμματική στην παραγωγή οσπρίων, με αποτέλεσμα τα όσπρια να αποτελούν ένα προϊόν που μπορεί να εξαχθεί.
Η οικονομική κρίση ίσως είναι η ευκαιρία να αποτελέσει την αφετηρία για την ανάπτυξη τέτοιου είδους καλλιεργειών στη χώρα μας.
Η καλλιέργεια των βιολογικών οσπρίων είναι μια δυνατότητα που μπορεί να δώσει αυξημένο εισόδημα στους παραγωγούς, επειδή αυτά τα όσπρια δεν θα δέχονται την πίεση από τις εισαγωγές οσπρίων από γειτονικές χώρες και οι τιμές πώλησης είναι αυξημένες σε σχέση με τα παραγόμενα με συμβατικό τρόπο. Επίσης επιδοτείται η βιολογική καλλιέργεια των οσπρίων με 160 ευρώ ανά στρέμμα για τους νέους βιοκαλλιεργητές και 123 ευρώ ανά στρέμμα για τους παλιούς.
Το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης έχει προγράμματα για την ανάπτυξη της καλλιέργειας των οσπρίων.
Οι τεχνικές καλλιέργειας των οσπρίων
Τα όσπρια μπορούν να καλλιεργηθούν ως ξερικές αλλά και ως ποτιστικές καλλιέργειες. Στις ξερικές καλλιέργειες -όπως μας λέει ο γεωπόνος Κάσσανδρος Γάτσιος- ανήκουν η φακή, τα ρεβίθια, τα λαθούρια και τα κουκιά, ενώ στις ποτιστικές καλλιέργειες συγκαταλέγονται τα φασόλια και οι γίγαντες.
Το κοινό φασόλι: Είναι ένα φυτό ετήσιο, που μπορεί να καλλιεργηθεί σε διάφορα είδη εδαφών ως βιολογική καλλιέργεια. Η μέση απόδοση των ξηρών φασολιών είναι 200-250 κιλά το στρέμμα, με μια μέση τιμή τα 2,5-3 ευρώ το κιλό. Τα ακαθάριστα έσοδα είναι 500-750 ευρώ το στρέμμα και το καθαρό κέρδος ανέρχεται σε 250-350 ευρώ το στρέμμα.
Η σπορά του φασολιού γίνεται μετά την πάροδο των όψιμων παγετών. Αναπτύσσεται καλύτερα σε θερμοκρασίες 17-25οC. .
Τα φασόλια γίγαντες: Οι αποδόσεις είναι 250-500 κιλά το στρέμμα και οι τιμές πώλησης κυμαίνονται μεταξύ 3-3,5 ευρώ το κιλό. Τα μεγαλόσπερμα φασόλια γίγαντες καλλιεργούνται ως ξερά φασόλια σε διάφορες περιοχές, αλλά κυρίως στη Δυτική Μακεδονία. Οι γίγαντες διαφέρουν από το κοινό φασόλι μορφολογικά, αλλά απαιτούν και διαφορετικές κλιματολογικές συνθήκες. Είναι φυτά αναρριχώμενα που φθάνουν σε ύψος 3 μέτρων.
Η φακή: Η φακή αναπτύσσεται ως βιολογική καλλιέργεια σχεδόν σε όλα τα είδη των εδαφών, αρκεί να έχουν καλή στράγγιση. Η μέση παραγωγή είναι 120 κιλά το στρέμμα, ενώ η τιμή κυμαίνεται γύρω στα 3 ευρώ το κιλό. Αν θεωρήσουμε ότι το κόστος καλλιέργειας είναι περίπου 110 ευρώ το στρέμμα, τότε το καθαρό κέρδος είναι περίπου 250 ευρώ το στρέμμα.
Η σπορά στη φθινοπωρινή καλλιέργεια γίνεται μέσα στον Νοέμβριο, ανάλογα με τις κλιματολογικές συνθήκες και την ποικιλία.
Τα κουκιά: Οι αποδόσεις στα κουκιά κυμαίνονται από 1.000-1.200 κιλά σε νωπούς λοβούς ξηρών σπερμάτων και μπορούν να δώσουν ένα εισόδημα 150-350 ευρώ το στρέμμα.
Η καλλιέργειά τους γίνεται με σπορά των σπόρων απευθείας στο χωράφι κατά την περίοδο Οκτωβρίου - Νοεμβρίου με μια ποσότητα 8-10 kg ανά στρέμμα. Σε ψυχρές περιοχές μπορεί η σπορά να γίνει στο τέλος του χειμώνα.
Η φάβα (λαθούρι): Η μέση παραγωγή της φάβας είναι 120-150 κιλά ανά στρέμμα και πρόκειται για μια καλλιέργεια που μπορεί να δώσει εισόδημα 120-150 ευρώ το στρέμμα. Το λαθούρι είναι φυτό που αντέχει στην ξηρασία και στις υψηλές θερμοκρασίες περισσότερο από τα άλλα ψυχανθή. Η σπορά του γίνεται το φθινόπωρο σε γραμμές με σπαρτικές μηχανές με 8-12 κιλά σπόρου το στρέμμα. Πολύ γνωστή φάβα είναι της Σαντορίνης. Ο γεωγραφικός χώρος που καλλιεργείται η φάβα είναι η Σαντορίνη και τα γύρω νησιά στις Κυκλάδες, αλλά και σε άλλα νησιά του Αιγαίου Πελάγους. Τα εδάφη των νησιών αυτών χαρακτηρίζονται σαν ηφαιστειακά, ενώ το κλίμα είναι ζεστό και ξηρό με πολύ μεγάλο ποσοστό ηλιοφάνειας, αλλά και με πολύ ισχυρούς ανέμους. Το κλίμα αυτό δίνει και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της φάβας.
Το ρεβίθι: Η μέση απόδοση του ρεβιθιού είναι 140-220 κιλά ανά στρέμμα, ενώ η τιμή πώλησης είναι 0,9-2,2 ευρώ το κιλό, με τα έσοδα ανά στρέμμα στα 160-250 ευρώ.
Είναι ετήσιο ξερικό ψυχανθές που δεν εμφανίζει ιδιαίτερες απαιτήσεις σε λίπανση, αφού έχει τη δυνατότητα να δεσμεύει το άζωτο. Ελάχιστες είναι και οι εδαφικές απαιτήσεις του. Καλλιεργείται σε ποικιλία εδαφών, ακόμη και σε πετρώδη, αλλά δεν αναπτύσσεται σε εδάφη χωρίς καλή στράγγιση. Οι κυριότερες ελληνικές ποικιλίες είναι η «Θήβα», η «Γαύδος», η «Κερύνεια» και η «Αμοργός». Το ρεβίθι αναπτύσσεται ως βιολογική καλλιέργεια σχεδόν σε όλα τα είδη των εδαφών.
Χαμηλή η παραγωγή, υψηλή η κατανάλωση
Το σύνολο της καλλιεργούμενης με όσπρια έκτασης στην Ελλάδα ανέρχεται περίπου σε 160.000-180.000 στρέμματα. Η μέση ετήσια παραγωγή οσπρίων είναι 33.000-35.000 τόνοι, ενώ η κατανάλωση είναι περίπου 90.000-100.000 τόνοι.
Από τα στοιχεία αυτά είναι φανερό ότι η χώρα μας είναι πολύ ελλειμματική όσον αφορά την παραγωγή των οσπρίων, ενώ ταυτόχρονα η κατανάλωσή τους είναι αυξημένη.
Η καλλιέργεια των φασολιών, που αποτελεί και την κυριότερη καλλιέργεια οσπρίων, καλλιεργείται -όπως επισημαίνει στις «Επαγγελματικές Ευκαιρίες» ο γεωπόνος Κάσσανδρος Γάτσιος- κυρίως στους νομούς Φλώρινας, Καστοριάς και Καβάλας. Τα ρεβίθια στους νομούς Ευβοίας, Βοιωτίας, Φθιώτιδας και Κυκλάδων. Τα κουκιά στους νομούς Ηρακλείου και Αρκαδίας, το λαθούρι στον νομό Κορινθίας και η φακή στον νομό Λάρισας, Λευκάδας.
Στοιχεία
Τα φασόλια είναι τα όσπρια που αποτελούν το κυριότερο είδος που καλλιεργείται περισσότερο στη χώρα μας και από τα οποία παράγεται το 73% της συνολικής ελληνικής παραγωγής οσπρίων. Το 55-60% των φασολιών που καταναλώνονται στη χώρα μας εισάγονται από τις ΗΠΑ, την Αλβανία, τον Καναδά και την Αργεντινή.
Οι ποσότητες της φακής που παράγονται στην Ελλάδα είναι ελάχιστες σε σχέση με το ύψος της κατανάλωσής της, με αποτέλεσμα ένα ποσοστό μεγαλύτερο του 95% των αναγκών μας να καλύπτεται με εισαγωγές από άλλες χώρες.
Η χώρα μας εισάγει ετησίως περίπου 18.000- 20.000 τόνους φασόλια και εξάγει περίπου 800 τόνους, εισάγει 4.500- 5.000 τόνους ρεβίθια και εξάγει 80- 100 τόνους, εισάγει 11.000- 12.000 τόνους φακές και εξάγει γύρω στους 300 τόνους, εισάγει 2.000 τόνους μπιζέλια.
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι ο ετήσιος τζίρος της αγοράς οσπρίων εκτιμάται σε μόλις 200 εκατ. ευρώ, βάσει των στοιχείων της εγχώριας κατανάλωσης, υπάρχουν προοπτικές για ανάπτυξη του κλάδου, ο οποίος πέραν της κάλυψης της εσωτερικής κατανάλωσης, μπορεί να γίνει εξαγωγικός.
http://www.ethnos.gr/